τσόλι

τσόλι
και τσούλι, το, Ν
1. ρούχο ή χαλί από ευτελές ή φθαρμένο ύφασμα
2. (γενικά) ράκος, κουρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cul].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσόλι — τσόλι, το και τσούλι, το (λ. τουρκ.) 1. στρωσίδι από παλιό, φτηνό ή φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. 2. ρούχο από τέτοιο ύφασμα. 3. κουρέλι, ράκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσολιάς — ο, Ν [τσόλι] 1. εύζωνος 2. αυτός που φορά τσόλια, κουρέλια …   Dictionary of Greek

  • τσούλι — το, Ν βλ. τσόλι …   Dictionary of Greek

  • ţoală — ŢOÁLĂ, ţoale, s.f. (pop.; mai ales la pl.) Obiect de rufărie sau de îmbrăcăminte; spec. haină veche, uzată. – cf. ţ o l2. Trimis de valeriu, 07.05.2003. Sursa: DEX 98  ŢOÁLĂ s. v. cergă, cuvertură, haină, îmbrăcăminte, învelitoare, pătură, strai …   Dicționar Român

  • τσούλι — το βλ. τσόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”